φλόγινος

φλόγινος
-η, -ο / φλόγινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
αυτός που έχει το χρώμα ή την όψη τής φλόγας, πυρώδης
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται από φλόγες, πύρινος («φλόγινες γλώσσες έβγαιναν από το καιόμενο σπίτι»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φλόγινον
το χρώμα τής φλόγας
αρχ.
1. (για τη ρομφαία αγγέλου) αυτός που εκπέμπει φλόγες
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ φλόγινος
(ενν. λίθος) είδος πολύτιμου λίθου
3. το ουδ. ως ουσ. α) χρώμα ζωγραφικής πυρρού χρώματος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φλόγινα
(ενν. ἱμάτια) ρούχα στο χρώμα τής φλόγας
5. φρ. «φλόγινον ἴον»
βοτ. πιθ. είδος ίου (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. -ινος (πρβλ. πύρ-ινος). Ο τ. καθώς και ορισμένα άλλα παρ. (πρβλ. φλογιά, φλογίς) οδηγούν σε μια μορφή θ. φλογ-ι-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φλόγινος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από φλόγα, πύρινος: Το φλόγινο σπαθί του αρχάγγελου. 2. αυτός που έχει όψη ή χρώμα φλόγας, κατακόκκινος, φλογοκόκκινος: Φλόγινα χείλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλογίνων — φλόγινος flaming fem gen pl φλόγινος flaming masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλόγινον — φλόγινος flaming masc acc sg φλόγινος flaming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογίναις — φλόγινος flaming fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογίνη — φλόγινος flaming fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογίνην — φλόγινος flaming fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογίνης — φλόγινος flaming fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογίνοις — φλόγινος flaming masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογίνου — φλόγινος flaming masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογίνῃ — φλόγινος flaming fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”